πολύανδρος

πολύανδρος
Πύλη της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Από τον Κεράτιο προς την Προποντίδα, ήταν η όγδοη στη σειρά πύλη των τειχών της Βυζαντινής πρωτεύουσας, μετά από εκείνες των Βλαχερνών, της Γυρολίμνης, της Καλιγαρίας, της Porta Regia, των Χαρισίου, του Πέμπτου και του αγίου Ρωμανού. Κατά καιρούς πήρε πολλές ονομασίες: Πόρτα Ρησίου, Πόρτα Ρηγίου, Πόρτα Πολύανδρος, Μυρίανδρος, και Κολίανδρος. Αυτή η τελευταία ονομασία προήλθε, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, από τις περιστάσεις υπό τις οποίες ανεγέρθησαν τα χερσαία τείχη το 447. Όπως διηγούνται οι πατριογράφοι, οι Βένετοι άρχισαν το χτίσιμο ξεκινώντας από τις Βλαχέρνες, ενώ οι Πράσινοι από τη Χρυσή Πύλη. Οι δύο όμιλοι συναντήθηκαν στη Μυρίανδρο πύλη, που επονομαζόταν Μολύανδρος και σκωπτικά Κολίανδρος. Τελικά η πύλη ονομάστηκε Π. εξαιτίας της συνάντησης εκεί των δύο μερίδων.
* * *
-η, -ο / πολύανδρος, -ον, ΝΑ
1. (για τόπο) αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πολυάνθρωπος, πολύ κατοίκητος
2. (για γυναίκα) αυτή που έχει πολλούς συζύγους ή πολλούς εραστές
νεοελλ.
(για φυτό) αυτό που έχει πολλούς στήμονες
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς άνδρες («Περσῶν τῶν μεγαλαύχων καὶ πολυάνδρων στρατιὰν ὀλέσας», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύανδρον
η πορνεία
3. φρ. «πολύανδρος συμβολή» — πείρα πολλών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. εύ-ανδρος. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyandrous (< πολύανδρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύανδρος — full of men masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρότατα — πολύανδρος full of men adverbial superl πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρότατον — πολύανδρος full of men masc acc superl sg πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύανδρον — πολύανδρος full of men masc/fem acc sg πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνδροις — πολύανδρος full of men masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνδρου — πολύανδρος full of men masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνδρους — πολύανδρος full of men masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνδρων — πολύανδρος full of men masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνδρῳ — πολύανδρος full of men masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύανδρα — πολύανδρος full of men neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”